- καταυσεῖς
- καταῡσεῖς , κατά-αὔω 2cry outfut ind act 2nd sg (doric aeolic)καταῡσεῖς , κατά-ὕωrainfut ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταύσεις — καταύ̱σεις , κατά αὔω 2 cry out aor subj act 2nd sg (epic) καταύ̱σεις , κατά αὔω 2 cry out fut ind act 2nd sg καταύ̱σεις , κατά ὕω rain aor subj act 2nd sg (epic) καταύ̱σεις , κατά ὕω rain fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταύω — (Α) καθαιρώ, καταστρέφω, αφανίζω («τὰν Μῶσαν καταύσεις», Αλκμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὔω (Ι) «ανάβω»] … Dictionary of Greek